- εξαέριση
- ηεξαερισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. purgation d'air). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαέριση — η ο εξαερισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαερισμός — ο η αποβολή του αέρα ή άλλου αερίου από κάποιο κλειστό χώρο, ο αερισμός του, η εξαέριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)